- Ἰσθμιακά
- Ἰσθμιακόςgarlandsneut nom/voc/acc plἸσθμιακά̱ , Ἰσθμιακόςgarlandsfem nom/voc/acc dualἸσθμιακά̱ , Ἰσθμιακόςgarlandsfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισθμιακός — ή, ό (ΑΜ ἰσθμιακός, ή, όν) [ίσθμιος] ἰσθμικός* αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἰσθμιακά είδος στεφανιών … Dictionary of Greek